- αδασκάλευτος
- -η, -οαυτός που δε δασκαλεύτηκε, δεν καθοδηγήθηκε: Αδασκάλευτη καθώς ήταν, έμεινε αθώα κι απονήρευτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδασκάλευτος — η, ο [δασκαλεύω] 1. αυτός που δεν έλαβε μόρφωση, ο αδίδακτος 2. που δεν δασκαλεύτηκε, δεν καθοδηγήθηκε προκαταβολικά για να πει ή να κάνει κάτι 3. που δεν έχει κηδεμόνα, ο απροστάτευτος … Dictionary of Greek
ακατήχητος — η, ο (Α ἀκατήχητος, ον) [κατηχῶ] αυτός που δεν έχει κατηχηθεί, δεν έχει διδαχθεί τις θεμελιώδεις αρχές τής χριστιανικής πίστης νεοελλ. αδασκάλευτος, ακατατόπιστος αρχ. κατά τη Σούδα «ὁ μὴ ὑπὸ ἤχου περιβαλλόμενος» … Dictionary of Greek
αξεσκόλιστος — η, ο αδασκάλευτος, άμαθος, άβγαλτος … Dictionary of Greek
αξεσκόλιστος — η, ο επίρρ. α αδασκάλευτος, άπειρος, άμαθος, άβγαλτος: Μην τον παρεξηγείς, είναι ακόμη αξεσκόλιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)